την πουλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατην πουλεύω (αργκό)
- φεύγω βιαστικά
- φεύγω διότι δεν μου αρέσει κάτι
- φεύγω διότι δεν είμαι επιθυμητός ή φοβάμαι για κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία την πουλεύω
την πουλεύω (αργκό)