Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις την και πουλεύω

  Έκφραση

επεξεργασία

την πουλεύω (αργκό)

  1. φεύγω βιαστικά
  2. φεύγω διότι δεν μου αρέσει κάτι
  3. φεύγω διότι δεν είμαι επιθυμητός ή φοβάμαι για κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία