Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλικώτατος < υπερθετικός βαθμός του τηλίκος

  Επίθετο επεξεργασία

τηλικώτατος

  • πρεσβύτατος