τηλεφωνηθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τηλεφωνηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηλεφωνιέμαι
- θα τηλεφωνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηλεφωνιέμαι
τηλεφωνηθείς