Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τηλεφωνηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τηλεφωνιέμαι
  2. θα τηλεφωνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τηλεφωνιέμαι