Ετυμολογία

επεξεργασία
τζενιάζομαι < λείπει η ετυμολογία

τζενιάζομαι

  • ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 150, στ. 8 (5-8) @georgakas.lit.auth.gr
    Μέσα σ’ ἐκείνους πού ’χουσιν τάχα δόξαν καὶ φήμην
    πού ’ναι στὸ μέτρος τὸ ψηλὸν κ’ εἰς τὴν περίσσα στίμην,
    ἔπαινος, δόξαν περισσήν, ἔδωκες εἰς αὐτόν μου
    κ’ εἰς τοῦτον ἐτζενιάστηκες, δὲν ἦτον μεριτόν μου.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 148, στ. 4 (1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἀνάγνωσε, διαβάτη, αὐτὴν τὴν ρίμην,
    μηδὲν διαβῆς καμώννοντας ἐλλίγην στίμη
    γιατὶ καὶ ἄλλος τάχα ἄνθρωπος ἐργάστην
    ἀμμέ ’στερα ὁλοφάνερα ἐτζενιάστην.
    ΣτΕ: Ο δημιουργός αυτού του ποιήματος τονίζει ότι όποιος ασχολείται επίμονα με ξένες υποθέσεις και αδιαφορεί για τις δικές του τελικά το μετανιώνει πικρά.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία