τζαμώνω
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατζαμώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τζαμώνω | τζάμωνα | θα τζαμώνω | να τζαμώνω | τζαμώνοντας | |
β' ενικ. | τζαμώνεις | τζάμωνες | θα τζαμώνεις | να τζαμώνεις | τζάμωνε | |
γ' ενικ. | τζαμώνει | τζάμωνε | θα τζαμώνει | να τζαμώνει | ||
α' πληθ. | τζαμώνουμε | τζαμώναμε | θα τζαμώνουμε | να τζαμώνουμε | ||
β' πληθ. | τζαμώνετε | τζαμώνατε | θα τζαμώνετε | να τζαμώνετε | τζαμώνετε | |
γ' πληθ. | τζαμώνουν(ε) | τζάμωναν τζαμώναν(ε) |
θα τζαμώνουν(ε) | να τζαμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τζάμωσα | θα τζαμώσω | να τζαμώσω | τζαμώσει | ||
β' ενικ. | τζάμωσες | θα τζαμώσεις | να τζαμώσεις | τζάμωσε | ||
γ' ενικ. | τζάμωσε | θα τζαμώσει | να τζαμώσει | |||
α' πληθ. | τζαμώσαμε | θα τζαμώσουμε | να τζαμώσουμε | |||
β' πληθ. | τζαμώσατε | θα τζαμώσετε | να τζαμώσετε | τζαμώστε | ||
γ' πληθ. | τζάμωσαν τζαμώσαν(ε) |
θα τζαμώσουν(ε) | να τζαμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τζαμώσει | είχα τζαμώσει | θα έχω τζαμώσει | να έχω τζαμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις τζαμώσει | είχες τζαμώσει | θα έχεις τζαμώσει | να έχεις τζαμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει τζαμώσει | είχε τζαμώσει | θα έχει τζαμώσει | να έχει τζαμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τζαμώσει | είχαμε τζαμώσει | θα έχουμε τζαμώσει | να έχουμε τζαμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε τζαμώσει | είχατε τζαμώσει | θα έχετε τζαμώσει | να έχετε τζαμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τζαμώσει | είχαν τζαμώσει | θα έχουν τζαμώσει | να έχουν τζαμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζαμώνω
|