τζαζλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαζλός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαζλός αρσενικό, θηλυκό τζαζλή
- (σκωπτικά) ο τρελός, παλαβιάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαζλός
|
τζαζλός αρσενικό, θηλυκό τζαζλή
|