Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραχόθεν < τετραχοῦ + -θεν

  Επίρρημα επεξεργασία

τετραχόθεν

  1. (λόγιο) από τέσσερις μεριές
    φύσαγε τετραχόθεν
  2. (συνεκδοχικά) πανταχόθεν

  Μεταφράσεις επεξεργασία