Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τετραπλασιαστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τετραπλασιάζομαι
  2. θα τετραπλασιαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τετραπλασιάζομαι