Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τεταρταίοι

  1. τεταρταίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. τεταρταίος, στην κλητική του πληθυντικού