Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τεταρταίο

  1. τεταρταίος, στην αιτιατική του ενικού

τεταρταίο, ουδέτερο του τεταρταίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού