τεκνοποιήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατεκνοποιήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεκνοποιώ
- θα τεκνοποιήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεκνοποιώ