Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκνοποιέω < τέκν(ον) + -ποιέω

  Ρήμα επεξεργασία

τεκνοποιέω

  1. τεκνοποιώ
  2. (ελληνιστική σημασία) υιοθετώ, τεκνοθετώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία