ταυτιστούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ταυτιστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταυτίζομαι
- θα ταυτιστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταυτίζομαι
ταυτιστούν