Ετυμολογία

επεξεργασία
τακάρω < τάκος

τακάρω

  1. τοποθετώ κάτι πάνω σε τάκους
  2. ισορροπώ, ή ακινητοποιώ κάτι με τάκους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία