Ετυμολογία

επεξεργασία
ταβλαμπάσια < πιθανώς από το αραβικό طبل (ṭabl, είτε απευθείας είτε μέσω του ινδικού τάμπλα) και μπάσο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταβλαμπάσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (μουσικό όργανο) βυζαντινό κρουστό όργανο, πιθανώς το ίδιο με τους ανακαράδες[1]
    ※  […] ἐσάλπιγξεν ὁ γάδαρος, ἡ κάµηλος ὀρχάται | κρούει τὰ ταβλαμπάσια ὁ πονδικὸς ἐπάνω, | ὁ ἵππος δὲ χηλιμιντρᾷ, ἀναιβοκαταιβαίνει […]
Ανώνυμου, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων στίχοι 1068–1070, Wilhelm Wagner (επιμ.), Carmina graeca medii aevi (Λειψία: 1874), σ. 153.

  Αναφορές

επεξεργασία