Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τ' αψήλου < τα + αψήλου < αψηλός < ψηλός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /taˈpsi.lu/

  Επίρρημα επεξεργασία

τ' αψήλου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία