Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σύρφαξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύρφαξ
αρσενικό
,
γενική:
σύρφᾱκος
(
ελληνιστική
) ο
συρφετός
· αυτός που ανήκει στο συρφετό, κοινός άνθρωπος