Δείτε επίσης: σύρριζα, ΣΥΡΙΖΑ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σύριζα (el)

  • α’ ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού του ρήματος συρίζω