Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σόουμαν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σόουμαν
<
αγγλική
showman
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σόουμαν
αρσενικό
άκλιτο
(
θηλυκό
:
σοουγούμαν
)
(
επάγγελμα
) αυτός που παρουσιάζει κάποιο
σόου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σόουμαν
αγγλικά
:
showman
(en)