Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σόουμαν < αγγλική showman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σόουμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: σοουγούμαν)

  Μεταφράσεις επεξεργασία