Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωσίβιος λέμβος < (καθαρεύουσα) σωσίβιος (επίθετο) & ἡ λέμβος (θηλυκό ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ὁ λέμβος (αρσενικό)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σωσίβιος λέμβος θηλυκό (καθαρεύουσα)

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία