σχηματικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχηματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχηματικῶς (εικονικά). Συγχρονικά αναλύεται σε σχηματικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίασχηματικώς
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με σχηματικώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)