Δείτε επίσης: σχηματικῶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχηματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχηματικῶς (εικονικά). Συγχρονικά αναλύεται σε σχηματικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

σχηματικώς