Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαιρική εκτροπή < → δείτε τις λέξεις σφαιρική και εκτροπή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σφαιρική εκτροπή θηλυκό

  1. (φυσική): η παρατηρούμενη εκτροπή ακτίνων δέσμης που προσπίπτει σε σφαιρικό κάτοπτρο ή φακό.
    η σφαιρική εκτροπή διορθώνεται κυρίως με παραβολικό κάτοπτρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία