συστηματοποιήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συστηματοποιήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συστηματοποιώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συστηματοποιώ
- θα συστηματοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συστηματοποιώ