Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συστηματοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συστηματοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συστηματοποιώ
  3. θα συστηματοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συστηματοποιώ