Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συνταξιδέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνταξιδεύω
  2. θα συνταξιδέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνταξιδεύω