συνταγογραφούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνταγογραφούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος συνταγογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνταγογραφούμαι | συνταγογραφούμουν | θα συνταγογραφούμαι | να συνταγογραφούμαι | ||
β' ενικ. | συνταγογραφείσαι | συνταγογραφούσουν | θα συνταγογραφείσαι | να συνταγογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | συνταγογραφείται | συνταγογραφούνταν | θα συνταγογραφείται | να συνταγογραφείται | ||
α' πληθ. | συνταγογραφούμαστε | συνταγογραφούμασταν συνταγογραφούμαστε |
θα συνταγογραφούμαστε | να συνταγογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | συνταγογραφείστε | συνταγογραφούσασταν συνταγογραφούσαστε |
θα συνταγογραφείστε | να συνταγογραφείστε | συνταγογραφείστε | |
γ' πληθ. | συνταγογραφούνται | συνταγογραφούνταν | θα συνταγογραφούνται | να συνταγογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνταγογραφήθηκα | θα συνταγογραφηθώ | να συνταγογραφηθώ | συνταγογραφηθεί | ||
β' ενικ. | συνταγογραφήθηκες | θα συνταγογραφηθείς | να συνταγογραφηθείς | συνταγογραφήσου | ||
γ' ενικ. | συνταγογραφήθηκε | θα συνταγογραφηθεί | να συνταγογραφηθεί | |||
α' πληθ. | συνταγογραφηθήκαμε | θα συνταγογραφηθούμε | να συνταγογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | συνταγογραφηθήκατε | θα συνταγογραφηθείτε | να συνταγογραφηθείτε | συνταγογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | συνταγογραφήθηκαν συνταγογραφηθήκαν(ε) |
θα συνταγογραφηθούν(ε) | να συνταγογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνταγογραφηθεί | είχα συνταγογραφηθεί | θα έχω συνταγογραφηθεί | να έχω συνταγογραφηθεί | συνταγογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις συνταγογραφηθεί | είχες συνταγογραφηθεί | θα έχεις συνταγογραφηθεί | να έχεις συνταγογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνταγογραφηθεί | είχε συνταγογραφηθεί | θα έχει συνταγογραφηθεί | να έχει συνταγογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνταγογραφηθεί | είχαμε συνταγογραφηθεί | θα έχουμε συνταγογραφηθεί | να έχουμε συνταγογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνταγογραφηθεί | είχατε συνταγογραφηθεί | θα έχετε συνταγογραφηθεί | να έχετε συνταγογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνταγογραφηθεί | είχαν συνταγογραφηθεί | θα έχουν συνταγογραφηθεί | να έχουν συνταγογραφηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνταγογραφούμαι
|