Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνευθύνη < συν- + ευθύνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνευθύνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία