συνδιασκεφθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνδιασκεφθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνδιασκέπτομαι
- θα συνδιασκεφθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνδιασκέπτομαι