συναρπάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συναρπάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναρπάζω
- θα συναρπάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναρπάζω
συναρπάσετε