συναντήθηκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.nanˈdi.θi.ka/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασυναντήθηκα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντιέμαι, παθητικού του συναντώ
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συναντώμαι, παθητικού του συναντώ