Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συναλλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συναλλάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναλλάζω
  3. θα συναλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναλλάζω