συναγωνιστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συναγωνιστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναγωνίζομαι
- θα συναγωνιστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναγωνίζομαι
συναγωνιστώ