Ετυμολογία

επεξεργασία
συναβλαστέω < συν + ἀβλαστέω

συναβλαστέω - συναβλαστῶ (συνηρημένο)

  • δεν βγάζω βλαστούς μαζί με άλλα, ή με κάποιο αίτιο