Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνίστωρ < συν- + ιστορώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνίστωρ αρσενικό / συνίστορας

  1. αυτός που είναι μάρτυρας, παρών σε μια πράξη
  2. αυτός που γνωρίζει, όπως και άλλοι