Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνίστωρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνίστωρ
<
συν-
+
ιστορώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνίστωρ
αρσενικό
/
συνίστορας
αυτός που είναι μάρτυρας, παρών σε μια πράξη
αυτός που γνωρίζει, όπως και άλλοι