συμφάγει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυμφάγει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συντρώγω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συντρώγω
- θα συμφάγει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συντρώγω