Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

  • οδηγούμαι σε συμπέρασμα το οποίο εκφέρω ή αναπτύσσω γραπτώς
    συμπεραίνω και αναπτύσσω σκέψεις πάνω σε αυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία