Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμητιάομαι < συν + μητιάομαι (παθ. του μητιάω < μῆτις)

  Ρήμα επεξεργασία

συμμητιάομαι, -ῶμαι