Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμέτρως < σύμμετρ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

συμμέτρως, συγκριτικός:συμμετρότερον

  Πηγές επεξεργασία