συλλογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συλλογούμαι < συλλογίζομαι + -ούμαι
Ρήμα
επεξεργασία
συλλογούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συλλογούμαι
|
συλλογούμαι
|