συγχωνεύσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
συγχωνεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγχωνεύω
- θα συγχωνεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγχωνεύω
συγχωνεύσουν