συγκαεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγκαεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συγκαίγομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκαίγομαι
- θα συγκαεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκαίγομαι