Ετυμολογία

επεξεργασία
στύμμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στύμμα ουδέτερο

  • ό,τι απομένει από στυμμένο φρούτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.