Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρουγγολίθι < στρούγγα + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρουγγολίθι, ουδέτερο

  • πέτρα, κοντά στην πόρτα της στρούγγας όπου καθόταν ο αρμεχτής, προκειμένου να αρμέξει τα ζώα, όπως πρόβατα ή γίδια.

  Μεταφράσεις επεξεργασία