Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾipˈtiz/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στριπτήζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία