Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στραμπουλήξουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στραμπουλώ
  2. θα στραμπουλήξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στραμπουλώ