στιχουργήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στιχουργήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στιχουργώ
- θα στιχουργήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στιχουργώ