Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στιχουργήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στιχουργώ
  2. θα στιχουργήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στιχουργώ