Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

στερέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στερεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στερεύω
  3. θα στερέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στερεύω