στεντ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεντ < (λόγιο δάνειο) αγγλική stent < από το όνομα του οδοντιάτρου Charles Stent

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεντ άκλιτο

  • (καρδιολογία, ιατρική) μεταλλικός ή πλαστικός σωλήνας που εισάγεται σε αρτηρία, φλέβα, ουρητήρα, χοληδόχο πόρο ή άλλη δομή με σκοπό να κρατήσει τη δομή ανοιχτή
    ※  «έγινε πρωτογενής αγγειοπλαστική τοποθετήθηκε στεντ, το γνωστό μας μπαλονάκι δηλαδή...» (Δημήτρης Στεφανάκης, Ευτυχισμένες οικογένειες, εκδ. Μεταίχμιο [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία