Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

στενοχωρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στενοχωρώ
  2. θα στενοχωρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στενοχωρώ