στεναχωρήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στεναχωρήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεναχωρώ
- θα στεναχωρήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεναχωρώ