Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σπιρουνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σπιρουνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπιρουνίζω
  3. θα σπιρουνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπιρουνίζω